- περιδεσμεύω
- ΜΑδένω κάτι γύρω γύρω, περιδεσμῶ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιδέσμευε — περιδεσμεύω tie round pres imperat act 2nd sg περιδεσμεύω tie round imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεσμευόμενα — περιδεσμεύω tie round pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεσμεύομαι — περιδεσμεύω tie round pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεσμεύουσα — περιδεσμεύω tie round pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδεσμώ — έω, ΜΑ [περίδεσμος] περιδεσμεύω* … Dictionary of Greek